αμεταποίητος

αμεταποίητος
-η, -ο (Α ἀμεταποίητος, -ον) [μεταποιῶ]
νεοελλ.
(για ενδύματα κ.λπ.) αυτός που δεν μεταποιήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταποιηθεί, να αλλάξει μορφή, σχέδιο
αρχ.
1. αυτός που δεν μετέβαλε σύσταση, ο αναλλοίωτος
2. δύσπεπτος, δυσκολοχώνευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμεταποίητος — indigestible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταποίητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει μεταποιηθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τον μεταποιήσει: Φορούσε τη στολή που του είχαν δώσει αμεταποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταποιήτως — ἀμεταποίητος indigestible adverbial ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητον — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc sg ἀμεταποίητος indigestible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποιήτους — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποιήτῳ — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητα — ἀμεταποίητος indigestible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητοι — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”